Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

«ΕΤΣΙ, ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΘΑ ΠΡΟΒΑΛΟΥΝ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΥΣΙΕΣ» (Δ. Σολωμός) Ο Απελπισμένος Έρωτας της Ουτοπίας (Μάρκος Μέσκος)

 «Κάθε πουλί έχει το κλαδί του – και με καμιά διάθεση μονιμότητας πάνω σ’ αυτό. Όσο ζει κελαηδεί εκεί πάνω και με τη γλώσσα του»!..  

Σχόλια και αυτοσχόλια για την ποιητική τέχνη και τον ανθρώπινο προσδιορισμό από την ποιητική συλλογή ΣΤΟΝ ΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΨΙΘΥΡΟ του Μάρκου Μέσκου, εκδόσεις Νεφέλη 2009

Ονομάστηκαν ΣΤΑΣΙΜΑ (παλιότερα), κάπου στο σκοτεινό Φαράγγι,

Εαρινό Φθινόπωρο άλλοτε, Καταφυγή και απαξιωτικός Ψίθυρος τελικά –

στο κέντρο η Ποίηση, η αναγκαιότητα και τα σοβαρά της παιχνίδια ένδον.

Φυσικά όλα υπόκεινται, τίποτε δεν ησυχάζει τελεσίδικα∙ μήτε τα πάθη, μήτε η ακύρωσή τους στις αφετηρίες των γραφών και στις προσωπικές κινητοποιήσεις του αναγνώστη.

Ας φανταστούμε τον Κόσμο έτσι.

(Απομακρυνθήκαμε όμως πολύ, ας γυρίσουμε πίσω, στο συγκεκριμένο) γράφει ο ποιητής ανοίγοντας τον κύκλο των επιγραμμάτων/ αφορισμών στον Ενικό και Πληθυντικό Ψίθυρο (βλέπε τίτλο ανάρτησης)

                             -ΙΙ-

Η Ποίηση στις αναγωγές της διυλισμένη και πιθανόν πολλαπλασιασμένη, ίσως κάτι απομένει: παράσταση, αναπαράσταση, μίμηση και φαντασία – και μην ξεχνάς, το μέγεθος προκύπτει από τον μύθο που ιστορείς.

                             -ΙΙΙ-

Μοιάζει η πορεία ευθύγραμμη μα δεν είναι, συχνά λοξοδρομεί και ανατρέπει. Ας πούμε, ελάχιστη κυριότητα ανήκει στο όνομά μου. Η πλήρης κυριότητα, πάνω απ’ όλα, ανήκει στους νεκρούς που εμπνεύσανε τα ποιήματά μου

                             -ΙV-

Ποίηση, καθώς εκείνοι που στήθηκαν στον τοίχο εκτελεσμένοι.

                             -V-

Ούτως ή άλλως η επιστροφή προς το Ποίημα είναι ένας δρόμος γεμάτος κλάματα (Το πένθος παρόν)

 (η συνέχεια των λυρικών αφορισμών ΜΑΡΚΟΥ ΜΕΣΚΟΥ στον Ενικό και Πληθυντικό Ψίθυρό του με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία του ποιητή)

   


                         

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΚΕΝΟ:

Όχι η νοσταλγία της Ουτοπίας αλλά ο απελπισμένος Έρωτας της Ουτοπίας – κάποιος ήχος.

(Απομακρυνθήκαμε όμως πολύ· ας γυρίσουμε πίσω στο συγκεκριμένο)

                        -VI-

Με τα σημάδια που θα φύγει ο καθείς.

Σαν αναγκαία ψευδαίσθηση, σα μοναδική μαρτυρία, σαν Ουτοπία, σαν έρωτας και συνήθεια αγάπης, σαν ακραίος μεταβολισμός ζωής;

 

Χωράφια με υγρή χλόη στον πυθμένα των λόφων.

                        -VII-

Τι φοβερή αλληλουχία και θανάτου!

                        -VIIΙ-

Ιστορία, ψυχολογία, γεγονότα καθημερινά, μαύρα αδιέξοδα, η ψυχή του δέκτη και ο πομπός της γραφής (όλα ενδεχόμενα)

και η προσωπική ικανότητα της σύνθεσης του ποιήματος

                        X-

Σχεδόν τα πάντα έχουν ειπωθεί.

Έχει προηγηθεί ο Ησίοδος, τα ομηρικά έπη και τα έπη όλου του κόσμου, οι τραγικοί, παντού και πάντα (ενδεικτικά) εκείνα τα ενδιάμεσα φώτα της Ποίησης, ο Ντάντε, ο Βιγιόν, ο Σαίξπηρ, ο Πούσκιν, ο Χάινε και ο Γουίτμαν, ακόμη πιο κοντινοί τροβαδούροι και ύστεροι ποιητές, οι Δερβίσηδες της Ανατολής και ο Λη Μάστερς από την άλλη πλευρά της υφηλίου, οι χαμηλόφωνοι ταπεινοί, τα ονειρώδη Χάι Κάι, η Αχμάτοβα και ο Μάντελσταμ, ο Ρίλκε, ο Τσελάν.

Έχει προηγηθεί η σύνθεση του «Κορακιού» του Πόε, «πώς γράφονται οι στίχοι» κατά Μαγιακόφσκι, ο Μπωντλαίρ, το παγκόσμιο δημοτικό τραγούδι, η «Γυναίκα της Ζάκυνθος» του Σολωμού.

Σήμερα, οι επίγονοι των γνώσεων και των κανόνων της Ποίησης, ο καθείς με την ώρα τη φωνή και τον ήχο του, προσέρχονται στο «ιερό» καταθέτοντας τα δώρα των εμπνεύσεών τους.

Κλασική διάσταση και νεωτερισμοί, συμπλέοντες και αντίθετοι στην πορεία (και στην περιπέτεια). Εντός των τειχών ή εκτός, χωρίς ιταμές εκτιμήσεις και αλαζονείες η προσφορά -και τα δάκρυα εν ονόματι όλου του κόσμου.

Τα ίχνη των δημιουργών χάνονται στο χρόνο∙ πότε-πότε κάποια αναφορά, ίσως, κάτι χαράζεται στην πέτρα.

(Παρ’ όλα αυτά, πάντα κάτι νέο ξεκινάει και αμφισβητείται η ανύπαρκτη παρθενογένεση της Τέχνης, κάθε φορά που από το τίποτε, σε κάθε λευκό άγραφο χαρτί, οικοδομείται μια εν δυνάμει νέα πρόταση -αργότερα διευκρινίζεται εάν το κείμενο είναι παρθένο ή απλά επαναλαμβάνεται)

                        -X-

 Όνειρα, σκιές, ελλείμματα, κενό, ραγισμένα ταμπούρλα, σκοτεινά άγνωστα αγάλματα και προτομές ανωνύμων – η φαντασία της πραγματικότητας πραγματοποιημένη…

Όμως,

μάλλον ακούμπησα τους πρωταγωνιστές των ονείρων μου ωσάν συμμετέχων κι εγώ σε κείνην την τροχιά του εξεγερμένου σύμπαντος και του τίποτε. Ωσάν…

(κάποιες ελάχιστες στιγμές η βεβαιότητα)

                        -XI-

Ομόκεντροι κύκλοι,

το περιθώριο της Ζωής, της Ποίησης το περιθώριο (όχι το άσυλο) μα το κατακτημένο περιθώριο.

 

Διαφορετικά:

η χώρα των αξιών

το αξιοπρεπές (μάλλον) και το τίποτε.

 

Ίσως

το επιζητούμενο σημείο της Ελευθερίας

που βογγάει σκοτεινά στο φαράγγι.

                        -XII-

Πρωταρχική μου αφόρμηση η νοσταλγία του νεοελληνικού δημοτικού τραγουδιού∙ εντεύθεν η συμπάθεια και η βαθύτερη επικοινωνία με τον Διονύσιο Σολωμό.

Λίγο-λίγο, στην πορεία, καθώς διαπιστώνεται η άρρητη έκφραση της Ποίησης, έρχονται να προστεθούν και άλλες «συμπάθειες» στα ενδιαφέροντά μου. Ας πούμε, ο Λη Μάστερς του «Σπουν Ρίβερ», η Αχμάτοβα και ο Μιλόζ και οι Ασίκηδες ποιητές της Ανατολής.

Τολμώ να επαναλάβω:

Είτε σαν λυρικός μεταϋπερρεαλισμός, είτε σαν επιστροφή στη σκοτεινή φόρμα του έμμετρου λόγου, από μέσα τελικά μια άλλη γλώσσα (πιθανόν η ανεξαργύρωτη αξία, από τις σπανιότερες), μα σίγουρα μια ξένη, θαρρείς εκδοχή, ανικανοποίητη στην απόπειρα διαλόγου μεταξύ καθημερινότητας των ανθρώπων, καθώς αυτοί αλλάζουν εκτοξευόμενοι μακράν της γήινης περιπέτειας των προηγούμενων αιώνων.

Να προσθέσω ακόμη κάτι, ελάχιστο:

Ξεριζωμένος ο λόγος από τη σιωπή και προς τη σιωπή λήγοντας τελικά, θίασος καλοκαιρινός με ήχους, ρυθμούς και μουσικές η Ποίηση, η μαγική, και η Ποίηση του ανεξήγητου μυστηρίου.

Πιθανή βεβαιότητα, στο μελλοντικό χοϊκό διάστημα μπορούμε κι άλλα να φανταστούμε.

                        -XIII-

Ποικίλα προανακρούσματα, ψίθυροι, υποψίες σκοτάδι

στην πιο αισιόδοξη πλευρά σκοτίες μεταιχμίων.

 

(Τίποτε δεν μεγιστοποιώ

Έτυχε να γράψω κάποια ποιήματα

κάποιες άλλες πλευρές της ζωής μου)

 

Τα ποιήματα εκείνα έχουν στοιχειώσει πια

πέρασε ο καιρός, αυτονομήθηκαν, απέκτησαν δική τους φωνή,

δική τους συμπεριφορά, δική τους (ίσως) οντότητα.

 

Συνέβη εγώ να τα ’χω γράψει

μα εκείνα πήραν τον δικό τους δρόμο.

                        -XIV-

Δεν είχα τον χρόνο να ειρωνευτώ

να χαριεντιστώ με το παράδοξο

 

με τις λεπτότατες χειρουργικές επεμβάσεις

στο ανεκτικό εποχιακό σώμα της πραγματικότητας. Αυτή εμπεριείχε και το παράδοξο κα τις άλλες απρόσιτες και σκοτεινές πλευρές της

 

όμως δεν είχαν πρωτεύουσα σημασία στη ζωή μου-

αδήριτη καθημερινή ανάγκη η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου που ζοφερό κι απειλητικό μπροστά ξεχώριζε.

                        -XV-

Το πισθάγκωνο έγκλημα στα νερά του Θερμαϊκού

πρώτη δειγματοληψία της Εποχής στη ζωή μου -

(τα μυστικά παραμένουν μυστικά)

 

ΜΙΛΩ ΜΕ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΟΥ και τα ΕΡΕΙΠΙΑ ΜΟΥ:

Στην εκτεταμένη επιφάνεια τους βάζω το δάχτυλό μου και λέω:

Εδώ κάτι αναπνέει ακόμα (ΧΧVI)

                             -XVI-

Συχνά εγκαλούμαι ν’ απολογηθώ γιατί ο γενικός τόνος (στην Ποίηση που έτυχε να γράψω) είναι μαύρος και θλιμμένος.

Πολλά τα συμβαίνοντα.

Σαν μια απόπειρα αυτογνωσίας, θα ’λεγα υπάρχει κάποιο μόνιμο πένθος εξαιτίας της ματαίωσης όλων των ονείρων μου, κάποιο αιχμηρό μεταίχμιο, ένα είδος γεφυριού της τρίχας, μια κόψη ξυραφιού που υπερασπίζεται το ανέκδοτο (άλλωστε το μαύρο χρώμα κατά τους επαΐοντες, είναι το πιο οικείο θερμό χρώμα – αποδέχομαι κι εγώ την εν λόγω σύμβαση του επαΐοντος και συνεχίζω):

Υπάρχει λοιπόν κι εδώ η ψευδαίσθηση ότι το ποίημα-πέτρα που έριξες στο ποτάμι για να περάσεις στην αντίπερα όχθη συνέβη, αλλά, μελαγχολικός διαπιστώνεις την ανύπαρχτη επιτυχία του εγχειρήματος, διαπιστώνεις πάλι και πάλι τις απουσίες και το κενό.

Σαν, περίπου, τη μάνα εκείνη του Κίτσου στο γνωστό δημοτικό τραγούδι που οδύρεται και κλαίει και φοβερίζει το ποτάμι γιατί, πλην του αγωνιστικού της φρονήματος, είναι αδύνατο να «περάσει αντίπερα», στα κλέφτικα λημέρια.

Τελέσφορη κι ατελέσφορη μαζί η προσπάθεια (κι είναι δύσκολο να προσδιορίσεις πώς, τελικά, ο τόνος των ποιημάτων μου είναι μελαγχολικός και μαύρος)

Εντούτοις,

φαντάζομαι ένα κατάμαυρο καμένο δένδρο μα που δεν έχασε τα νερά του και κάπου εκεί, στη ρίζα, οι εκβλαστήσεις συνεχίζουν τη ζωή

 

Ταυτόσημη ζωή το Ποίημα -XVIII-

                             -XVII-

Μέγιστες, σκληρές ανισότητες εκ γενετής:

Πόλεμοι, κινήματα, δικτατορίες, το ανεξιχνίαστο έγκλημα δεμένο χειροπόδαρα στον κόλπο του Θερμαϊκού.

Αφορμές αφετηρίες, μαγκωμένα αδιέξοδα (έρημα και λουλουδιασμένα) – τα πίσω δάκρυα στη δικαιοδοσία της Ποίησης.

Κάπως έτσι συνοπτικά.     

-XΙX-

Από το μηδέν, από το τίποτε, το μη υπαρκτόν (δια γυμνού οφθαλμού) αρχίζει η περιπέτεια των γραφών που καρτερούνε στο κενό την άλλη γραφή (μήπως γεμίσει άνθη), την πιο άλλη που αφήνει βαθιά ίχνη, μαρμαρωμένα, με την ευδιάκριτη φωνή τους, τον ήχο, το ρυθμό και τη μουσική τους – τα Ποιήματα!

Μορφές, μορφώματα, ουσίες και κραυγές που τείνουν απελπισμένα το άλλο χέρι ν’ αγγίξουν (το ανθρώπινο), την ευκταία πλατυτέρα αναγωγή.

Χειραψία αγαπημένη, δάχτυλα τσακισμένα, κατάρα και λύτρωση και στιγμιαία ψυχική ανακούφιση της μιας πλευράς και της άλλης.

σύμπλεγμα που, ίσως, αντιστέκεται στο φθορά του χρόνου, που αντιστέκεται στην πολλαπλή χαλεπότητα της αιώνιας παραπλανημένης ζωής.

Κι ο θάνατος;

Ο θάνατος σαν μη υπάρχων, λησμονημένος στην οβιδιακή μεταμόρφωσή του… Και μνήμων

                             -XX-

Το ερώτημα συχνό

και από τους αναγνώστες και από τους ίδιους τους ποιητές

πάλι και πάλι το ερώτημα που δαγκώνει

-Τι είναι η Ποίηση;

Παρατηρήσεις, γνώσεις, εμμονές, αιτήματα και οράματα και φαντασία, σχέδια, εικόνες μουσική, όλα ημιτελή και εν αχρηστία –χωρίς τον εν δυνάμει καλπασμό το ποίημα δεν γεννάται

(Αν το κείμενο που θα προκύψει έχει τη δύναμη ν’ αντισταθεί στους νόμους της βαρύτητας και να διακλαδιστεί εντός της ψυχής του δύσκολου αναγνώστη, ίσως, κάτι απομένει.

Ειδάλλως, η εκάστοτε «αφελής και συναισθηματική» ποίηση κατευθύνεται, συνήθως, στον κάλαθο των αχρήστων ταχύτατα)

Συνολικά η εκτίμηση συνομολογεί:

Είναι η Ποίηση μια περίπτωση μυστηρίου

ολάκερη η ποίηση είναι «το ρόδο του κανενός» υπογραμμίζει, αόριστα τάχα, ο Πωλ Τσελάν

Και η πιθανή αντιστροφή:

Εάν η Ποίηση κατατάσσεται στη χώρα της Ουτοπίας ως ορατή κοινωνική ανατροπή, είναι ακόμη, κατ’ ιδίαν, ένας απέραντος ουρανός με ατελεύτητα παράθυρα (εδώ κάθε άνθρωπος, με τη φορά, την κίνηση και το ρυθμό του, αισθάνεται και βλέπει με το δικό του βλέμμα τον κόσμο, έστω κι αν, στο τέλος, αναζητούνται προηγούμενα συγκριτικά αισθητικά κριτήρια).

                             -XXI-

Κάπου ανάμεσα στ’ ανθρώπινα πάθη «το μέτρον»

που καλούνται μόνοι τους να βρουν όσοι ενδιαφερόμενοι

 

                             -XXΙΙ-

Κάπου από τα παλιά αρχίζει η ιστορία

με το τίποτε ολούθε, το άδικο αίμα και τα νερά των πηγών που δεν γιατρεύουνε τα τραύματα.

Το Ποίημα ξεκινάει από τις πρώτες συλλαβές, λίγο-λίγο ψελλίζει τις ουσίες του. Εκείνες που σφυροκοπήθηκαν στο αμόνι της εκφραστικής εμμονής· που καιρό τώρα καίνε και απασχολούν την τρικυμία της ψυχής – τα μόνα ορατά υλικά, χαρτί και μολύβι.

                             -XXΙΙΙ-

Φίλοι ισχυρίζονται:

Η Τέχνη νοσταλγεί τον παράδεισο αλλά υπάρχει μόνο στην κόλαση, δηλαδή στην Ιστορία – θέλει να πεθάνει μα δεν μπορεί να πεθάνει.

Αντίφαση λοιπόν;

Όχι!

(Ακόμα και οι καταραμένοι ποιητές, τελικά, είναι υπέρ της ζωής)

                             -XXIV-

Αυτός

ο συνολικά εχθρικός κόσμος. Λουλουδιασμένη εικόνα και αλουλούδιαστη.

Ουμανιστικός νεορομαντισμός. Ίσως.

                             -XXV-

Η επίσημη Ιστορία, η ανεπίσημη, η ανώνυμη –

πάντα κάτι ουσιαστικό έχει να προσθέσει η Ιστορία…

 

                             -XXVΙ-

Μιλώ με τα πάθη μου και τα ερείπια μου.

Στην εκτεταμένη επιφάνεια τους βάζω το δάχτυλο μου και λέω: εδώ κάτι αναπνέει ακόμα!..

                        -XXVII-

Αν και οι καταραμένοι ποιητές, στο βάθος των γκρεμών τους, είναι υπέρ της ζωής,

φαντάζομαι την επίκλησή τους για λίγη χαρά –μπορεί, άραγε, να ισχυριστεί κανείς πόσο κοστίζει η Χαρά;

Στα αιτήματα, λοιπόν, της Ποίησης και το παιδί-χαρά

η σύμπτωση του πάθους, η τρελή επιμονή των γραφών σαν χρέος περίεργα υπαρξιακό (με ανατροπές και προσδοκίες εναντίον του θανάτου), λίγη χαρά ισορροπούσα τ’ αντίθετα είναι, θαρρώ, δικαιολογημένη.

Τους χρωστάει η ζωή μα δεν θα συμβεί – τουλάχιστον όσο ζούνε

                             -XXVΙΙΙ-

Μέτρησε τη χαρά – μπορείς;

                        -XXIΧ-

Ευτυχώς υπάρχει και η Ποίηση στη ζωή·

κάτι που εύκολα δεν ομολογείται από τον καθένα μας, κάτι σα βαθιά κρυμμένο και ντροπαλό και ανέκφραστο σημείο, κάποιο αποκούμπι, πιθανόν ένα προσωπικός ηθικός απολογισμός.

Χωρίς υπερβολές και ανεπίκαιρες εκτιμήσεις

ευτυχώς υπάρχει και η Ποίηση στη ζωή (όταν δεν εξορίζεται).

Έστω, λιγότερο ευφρόσυνη και χαρούμενη.

Για να βοηθάει υπενθυμίζοντας, τα μύρια όσα, στον άνθρωπο.

Τι λοιπόν είναι η Ποίηση;

Τίποτε δε ορίζεται· σα ροπή και σαν αποτέλεσμα

μπορεί να είναι ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο γεγονός,

μπορεί να ’ναι η κυριολεξία των πραγμάτων,

μπορεί να ’ναι τα λόγια της μητέρας που δεν πρόλαβε να πει προτού πεθάνει,

μπορεί να ’ναι ο απελπισμένος Έρωτας της Ουτοπίας, - όλα κατά προσέγγισιν.

Μια απλούστερη κοινή διαπίστωση λέει ότι μεταφέρει αιτήματα και οράματα στον ανθρώπινο βίο (για την Ελευθερία και τη σιωπή του).

                        -XXΧ-

Μητριαρχία, πατριαρχία, κοινωνικός φεμινισμός και άλλα

είναι σημεία αδιάφορα και παγερά. Δεδομένες είναι (και αυτονόητες) όλες οι όψεις του κόσμου στη θέση τους ισότιμα.

                        -XXΧI-

Όλα μου τα χρόνια προσπαθώ να εννοήσω

τις δυο όψεις του νομίσματος: τον θάνατον και τη ζωή.

                        -XXΧII-

Συχνά

η ποικιλία των ρυθμών και η αφθονία των εικόνων δεν επαρκούν για το τέλειο ποίημα – μα ποιος θα πει πότε το ποίημα τελειώνει ολοκληρωμένο;

                        -XXΧIIΙ-

Αν

λέω αν,

η Ποίηση είναι από τις ελάχιστες ανεξαργύρωτες αξίες στη ζωή, πάντα κατά προσέγγισιν, μπορεί να υπενθυμίζει κάτι άσπιλο στον ίδιο το Χρόνο.

 

ΣΥΝΕΧΕΙΑ… λυρικών στοχασμών Μάρκου Μέσκου από τη συλλογή ΣΤΟΝ ΕΝΙΚΟ και ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΨΙΘΥΡΟ στην επόμενη ανάρτηση

Με το βιβλίο του Στον Ενικό και Πληθυντικό ψίθυρο, ο Μάρκος Μέσκος δοκιμάζεται σε μια πυκνή άσκηση ποιητικής, η οποία ανατρέχει στο σύνολο της πενηντάχρονης παραγωγής του, αναδεικνύοντας τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της… Με σύντομα, επιγραμματικά σπαράγματα, που μοιάζουν με στίχους οι οποίοι έχουν εκπέσει από μια χαμένη συλλογή και αποκτούν συχνά τη μορφή της ημερολογιακής γραφής, του δοκιμίου ή της φιλολογικής σημείωσης και παραπομπής, ο ποιητής φτιάχνει ένα βιβλίο βασισμένο στην κατασταλαγμένη πείρα, αλλά και στην απροσδιόριστη λογικά μαστοριά του ποιητικού τεχνίτη –ένα βιβλίο που προϋποθέτει τη θεωρία χωρίς να θεωρητικολογεί και μιλάει για το εργαστήριο του καλλιτέχνη χωρίς να αποβάλλει τη μαγική σαγήνη του ποιητή». (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία)

Παρασκευή, 30 Οκτωβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ